- ακομμάτιστος
- partileşmemiş, partiye
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ακομμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ανήκει σε κόμμα, δεν εξυπηρετεί ορισμένο κόμμα: Η συγκέντρωση ήταν επαγγελματική, ακομμάτιστη. 2. αμερόληπτος: Είναι υπάλληλος ακομμάτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακομμάτιστος — η, ο [κομματίζομαι] 1. αυτός που δεν ανήκει ή δεν διάκειται φιλικά σε κάποια πολιτική παράταξη 2. αμερόληπτος, αντικειμενικός … Dictionary of Greek